- Νάβαλ
- Νάβαλ, ὁ (נָבָל; Ναβαλ LXX; Νάβαλος Joseph.) Nabal AcPl Ha 6, 22f (after 1 Kgm 25:3ff).
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Αβιγαία ή Αβιγαΐλ — Βιβλικό πρόσωπο. Μία από τις γυναίκες του προφητάνακτα Δαβίδ. Ήταν πρώτα σύζυγος του πλούσιου κτηνοτρόφου Νάβαλ, o οποίος αρνήθηκε να δώσει τρόφιμα στον καταδιωκόμενο από τον Σαούλ Δαβίδ και στους συντρόφους του. Για νααποτρέψει εκδίκηση του… … Dictionary of Greek
Τσβάιχ, Άρνολντ — (Zweig). Γερμανός συγγραφέας (Γκρος Γκλογκάου, Σιλεσία 1887 – Βερολίνο 1967). Από ταπεινή εβραϊκή οικογένεια, σπούδασε φιλολογία και κοινωνιολογία. Στο Βερολίνο ήταν συντάκτης της Judische Rundschau. Μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία (1933) … Dictionary of Greek